φακοειδές

φακοειδές
φακοειδής
lentiform
masc/fem voc sg
φακοειδής
lentiform
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαϊτσζέκερ, Καρλ Φρίντριχ φον- — (Carl Friederich von Weizsäcker, Κίελο 1912 –). Γερμανός φυσικός και αστρονόμος. Καθηγητής στο ινστιτούτο Πλανκ και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, είναι από τους διασημότερους μελετητές του ατόμου και το όνομά του έχει συνδεθεί με τις θεωρίες… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λακκόλιθος — Στη γεωλογία, έτσι ονομάζεται σώμα διείσδυσης, που προέρχεται από την άνοδο ενός μάγματος, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα σύστημα στρωμάτων πετρογραφικών σχηματισμών, προκαλώντας τον ισχυρό διαχωρισμό τους και πολλές φορές μια… …   Dictionary of Greek

  • ρητινοθύλακας — ο, Ν βοτ. ραγάδα γεμάτη με ρητίνη σε κωνοφόρα που φέρουν ρητινοφόρους αγωγούς, η οποία μοιάζει με επίμηκες φακοειδές άνοιγμα που εμφανίζεται συνήθως στα όρια αυξητικών δακτυλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + θύλακας] …   Dictionary of Greek

  • αμφιστεγγίνα — Γένος τρηματοφόρων, συγγενές προς τους νουμουλίτες, μεπολύ μικρό ασβεστολιθικό κέλυφος, διαστάσεων 1 2 χιλιοστών και με ασύμμετρο φακοειδές σχήμα. Στο κέντρο φέρει χοντρές διογκώσεις και στις δύο όψεις του. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Καπτέιν, Γιάκομπους Κορνέλιους — (Jacobus CorneliusKapteyn, Μπάρνεβελντ 1851 – Άμστερνταμ 1922). Ολλανδός αστρονόμος. Ίδρυσε το αστεροσκοπείο του Γκρένιγκεν, όπου διεξήγαγε έρευνες για την κατανομή των απλανών αστέρων στο διάστημα. Κύριο έργο του υπήρξε ο καθορισμός της θέσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”